- το άρθρο ορίζει
- el article disposa
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
άρθρο — το 1. σύνδεση δύο σωμάτων, άρθρωση, κλείδωση: Έπαθαν αγκύλωση τα άρθρα των ποδιών του. 2. καθεμιά από τις ειδικότερες διατάξεις ενός επίσημου κειμένου (νόμου, συνθήκης, καταστατικού κτλ.): Το άρθρο 7 του νόμου ορίζει… 3. δημοσίευμα περιοδικού ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αναθεώρηση συντάγματος — Είναι η διαδικασία τροποποίησης του συντάγματος. Τα διάφορα συντάγματα συχνά προβλέπουν σχετικά με τη δυνατότητα αναθεώρησής τους και καθορίζουν τα αρμόδια για τον σκοπό αυτό όργανα, τη διαδικασία της αναθεώρησης και τις διατάξεις οι οποίες… … Dictionary of Greek
άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… … Dictionary of Greek
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο — Δικαστήριο που ιδρύθηκε από το Σύνταγμα του 1975. Πρόκειται για ανώτατο δικαστικό όργανο με σκοπό τη διασφάλιση της πιστής τήρησης του συντάγματος, που έχει τις εξής αρμοδιότητες: 1) Εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών,… … Dictionary of Greek
απεργία — Μέσο συνδικαλιστικού διεκδικητικού αγώνα. Πρόκειται για πρόσκαιρη εγκατάλειψη της εργασίας, κατά τρόπο ομαδικό από μέρους των εργαζομένων, με σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., η συλλογική… … Dictionary of Greek
εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek